Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
Italian
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
Ϊ
<<
>>
Terms for subject
Marketing
(3191 entries)
ακαθάριστo απoτέλεσμα εκμετάλλευσης
risultato lordo d'esercizio
ακαθάριστες επενδύσεις πάγιου κεφαλαίου
formazione di capitale fisso lordo
ακαθάριστες επενδύσεις παγίου κεφαλαίου
formazione di capitale fisso lordo
ακαθάριστες επενδύσεις πάγιου κεφαλαίου
investimenti fissi lordi
ακαθάριστες επενδύσεις παγίου κεφαλαίου
investimenti fissi lordi
ακαθάριστες πωλήσεις
ricavi lordi
ακαθάριστη αξία
valore lordo
ακαθάριστο κέρδος
profitto lordo
ακαθάριστο κέρδος
utile lordo
ακαθάριστο περιθώριο επεξεργασίας
margine lordo di trasformazione
ακαθάριστος σχηματισμός παγίου κεφαλαίου
formazione di capitale fisso lordo
ακαθάριστος σχηματισμός παγίου κεφαλαίου
investimenti fissi lordi
ακάλυπτη πίστωση
credito di accettazione
ακίνητη περιουσία της τράπεζας
stabile ad uso della banca
ακίνητη περιουσία της τράπεζας
stabile per uso della banca
ακίνητο
immobili per natura
ακινητοποιήσεις
immobilizzazioni
ακινητοποιήσεις υπό εκτέλεση
immobilizzazioni materiali in corso
ακινητοποιήσεις υπό εκτέλεση και προκαταβολές κτήσης πάγιων στοιχείων-ασώματες ακινητοποιήσεις και έξοδα πολυετούς αποσβέσεως
immobilizzazioni
ακίνητος περιουσία
immobili per natura
Get short URL