DictionaryForumContacts

   Greek Danish
Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Ϊ   <<  >>
Terms for subject Leather (118 entries)
δορκάςκαθ. antilope
είδη maroquinerie lædervarer
έκτυπο δέρμα sælhundeskind
ενισχυμένη φτέρνα hælstykke med strop
επισκευαστής υποδημάτων skomager
εσωτερική μύτη τακουνιού επισώτρου dæktå
εσωτερική σόλα bindsål
εσωτερικό άκρο της πτέρνας επισώτρου dæktå
εσωτερικό ράψιμο Blake-metode
εσωτερικό ράψιμο gennemsyning
ημιράχη halv hecht
ημιχρωμιόδερμα eftergarvet chromlæder
κατάστημα με δερμάτινα είδη lædervarer
κατασκευαστής δερματίνων ειδών lædervarearbejder
κατεργασία με κινόνη kinongarvning
καθρέφτης korduanlæder
καλαπόδι μοκασέν mokkasinlæst
καλαπόδι σέσουλας mokkasinlæst
καρφώνω το τακούνι at påsætte hælene
κν.φόρτι hæle forstærkning