Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
Danish
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
<<
>>
Terms for subject
Finances
(21045 entries)
καταπιστευματικός λογαριασμός
forvaltningskonto
καταπιστευματοδόχος
person, som har betroet sine midler til tredjemand
καταπιστευματοδόχος
depositoforvalter
καταρτίζω το σχέδιο του προϋπολογισμού
fastlægge budgetforslaget
κατάρτιση του προϋπολογισμού
budgettets opstilling
κατάρτιση του προϋπολογισμού βάσει δραστηριοτήτων
aktivitetsbaseret budgetlægning
κατάρτιση του προϋπολογισμού βάσει δραστηριοτήτων
aktivitetsbaseret budgetopstilling
κατάρτιση του προϋπολογισμού βάσει δραστηριοτήτων
aktivitetsbaseret budgettering
κατάρτιση του προϋπολογισμού βάσει δραστηριοτήτων
aktivitetsbaseret opstilling af budgettet
κατάρτιση λογιστικών καταστάσεων των εταιρειών σε ευρώ
selskabsregnskaber i euro
κατάργηση της σώρευσης του εισοδήματος των συζύγων
sambeskatningen afskaffes, da den indirekte straffer ægtefæller
κατάργηση του προτιμησιακού δικαιώματος
ophævelse af fortegningsret
κατάργηση των τίτλων
indførelse af værdipapirer i immateriel form
κατάργηση των τίτλων
dematerialisering af værdipapirer
κατάργηση των δασμών
afskaffelse af tolden
κατάργηση των δασμών
fjernelse af tolden
κατάργηση των διατυπώσεων στα σύνορα
fjernelse af grænseformaliteter
κατάργηση των ελέγχων στην κίνηση κεφαλαίων
afskaffelsen af kapitalrestriktioner
κατάργηση των μη δασμολογικών μέτρων
afvikling af ikke-toldmæssige foranstaltninger
κατάργηση των μονοπωλίων
afmonopolisering
Get short URL