Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
Danish
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
<<
>>
Terms for subject
Environment
(18294 entries)
δοκιμή υλικού/έλεγχος υλικού
materialeprøvning
δοκιμή φυσικής ικανότητας
fysisk test
δοκιμή φυσικής ικανότητας
step test
δοκιμή/δοκιμασία/εξέταση/δίκη
forsøg
δοκιμή/δοκιμασία/εξέταση/δίκη
prøve
δοκιμή/δοκιμασία/εξέταση/δίκη
retslig behandling
δοκιμή/δοκιμασία/εξέταση/δίκη
rettergang
δοκιμή/δοκιμασία/εξέταση/δίκη
undersøgelse
δολίνη
doline
δόλωμα με αναισθητικό
bedøvende middel
δομή "ισοδύναμη οπτικής"
"optisk ækvivalent" struktur
δομή της ατμόσφαιρας
atmosfærens struktur
δομή της απασχόλησης
beskæftigelsesstruktur
δομή της εταιρείας
selskabsstruktur
δομή του εδάφους
jordbundsstruktur
δομή του εδάφους
jordstruktur
δομή πόρου
porestruktur
περιοχή
bebygget område
περιοχή/οικιστική περιοχή
bebygget område
δομημένο περιβάλλον
bebyggede omgivelser
Get short URL