DictionaryForumContacts

   Greek Danish
Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Σ Τ Φ Χ Ψ Ω   <<  >>
Terms for subject Economy (14833 entries)
ΑΤΑ glidende lønskala
ατελές υποκατάστατο ufuldstændig substitut
ατελής ανταγωνισμός ufuldkommen konkurrence
Ατζέντα για νέες δεξιότητες και θέσεις απασχόλησης dagsorden for nye kvalifikationer og job
Ατλαντικός Ωκεανός Det Atlantiske Ocean
άτλας atlas
ατμόσφαιρα atmosfære
ατμοσφαιρικές συνθήκες atmosfæriske forhold
ατμοσφαιρική ρύπανση luftforurening
ατμοσφαιρικοί ρύποι luftforurenende stof
άτοκη πίστωση gratis kredit
άτομα εργαζόμενα για λογαριασμό τους selvstændige erhvervsdrivende
άτομα ικανά προς εργασία erhvervsdygtig (person)
ατομικά δικαιώματα individets rettigheder
ατομικά δικαιώματα borgerlige rettigheder
ατομική απόδοση udbytte pr.person
ατομική απόφαση ΕΚΑΧ individuel EKSF-beslutning
ατομική ενίσχυση individuel støtte
ατομική επιχείρηση enkeltmandsvirksomhed
ατομική ιδιοκτησία privat ejendom