DictionaryForumContacts

   Greek Danish
Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Ϊ   <<  >>
Terms for subject Insurance (2414 entries)
σύνταξη επιζώντων enkepensionsforsikring
σύνταξη θανάτου enkepensionsforsikring
σύνταξη θανάτου overlevelsesrente
σύνταξη που βασίζεται στο μέσο όρο των ετησίων αποδοχών κατά τη διάρκεια των ετών υπηρεσίας gennemsnitlig lønordning
σύνταξη προϋπηρεσίας anciennitetspension
σύνταξη χήρας enkepension
συντάξιμη υπηρεσία berettigende tjenesteperiode
συντάξιμη υπηρεσία pensionsberettigende tjenesteperiode
συντάξιμος μισθός endelig pensionsberettigende løn
συντάξιμος μισθός persionsberettigt løn
συνταξιοδοτικά προγράμματα διττής αντιμετώπισης kombinerede ordninger
συνταξιοδοτική προσαύξηση ή συνταξιοδοτικά επιδόματα λόγω τέκνων børnetillæg til pension
συνταξιοδοτικό πρόγραμμα του οποίου η πρόσοδος υπολογίζεται βάσει του τελευταίου συντάξιμου μισθού slutlønsordning
συνταξιοδοτικό πρόγραμμα διαχείρισης κεφαλαίου indlånsadministration
συνταξιοδοτικό πρόγραμμα μικτής χρηματοδότησης blandet ordning
συνταξιοδοτικό πρόγραμμα μικτής χρηματοδότησης hybrid pensionsordning
συνταξιοδοτικό πρόγραμμα που οι παραχές του υπερβαίνουν το μέγιστο ποσό κρατικής σύνταξης modtage anden pension plus fuld statspension
συνταξιοδοτικό πρόγραμμα που οι παροχές του υπολογίζονται αναλογικά των ετησίων αποδοχών gradueret pensionsordning
συνταξιοδοτικό πρόγραμμα που παρέχει τη δυνατότητα δανειοδότησης του ασφαλισμένου tilbagelån
συνταξιοδοτικό πρόγραμμα που πληρώνει το υπερβάλλον ενός ορισμένου ποσού fradragsberettiget post