Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
Danish
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω Ϊ
<<
>>
Terms for subject
International trade
(467 entries)
Συνθήκη της Ουάσινγκτον περί πνευματικής ιδιοκτησίας όσον αφορά τα ολοκληρωμένα κυκλώματα
Washingtontraktaten om beskyttelse af intellektuel ejendomsret vedrørende integrerede kredsløb
συνολική αθροιστική μέτρηση ενισχύσεων; συνολική ΑΜΕ
samlet AMS
συνολική αθροιστική μέτρηση ενισχύσεων; συνολική ΑΜΕ
samlet aggregeret mål for støtte
συνολικό μέτρο στήριξης
aggregeret mål for støtte
συνυπολογίζω τις συνήθεις απώλειες
tage det normale svind i betragtning
σύστημα εμπορικών βιβλίων
forretningsregnskaber
σχετικός διεθνής οργανισμός
relevant international organisation
Σχέδιο του Κολόμπο για την ανάπτυξη της οικονομικής και κοινωνικής συνεργασίας στην Ασία και τον Ειρηνικό
Colomboplanen
υπέρμετρη μειώση ή επιστροφή σε μεγαλύτερη από την κανονική έκταση έμμεσων φόρων ή επιβαρύνσεων
for stort nedslag i eller for stor godtgørelse af indirekte skatter eller importafgifter
υπηρεσίες εκκαθάρισης και συμψηφισμού για χρηματοπιστωτικά περιουσιακά στοιχεία
afregnings- og clearingtjenester for finansielle aktiver
υπηρεσίες φύλαξης, θεματοφύλακα και καταπιστευματοδόχου
tjenesteydelser i forbindelse med opbevaring, indskud og forvaltning af aktiver
υπολογισμός των μελλοντικών εμπορικών προοπτικών
beregning af de fremtidige handelsudsigter
υποχρεώσεις όσον αφορά τις εσωτερικές ενισχύσεις και τις εξαγωγικές επιδοτήσεις
forpligtelser vedrørende indenlandsk støtte og eksportsubsidier
υποχρέωση τήρησης του "standstill"
(statu quo)
standstill-forpligtelse
υποχρέωση όσον αφορά τη μείωση των εσωτερικών ενισχύσεων
forpligtelse til nedsættelse af den indenlandske støtte
φορέας τοπικής διοίκησης
lokal offentlig institution
φορέας τοπικής διοίκησης
lokalt styrende organ
φορέας τοπικής διοίκησης
lokalt styringsorgan
φορέας εμπορίας
afsætningsråd
φορέας μονοπωλιακής παροχής υπηρεσιών
leverandør af tjenesteydelser med monopolstilling
Get short URL