Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
Danish
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
Ϊ
<<
>>
Terms for subject
Economy
(14833 entries)
συμβούλιο κηδεμονιών του ΟΗΕ
FN's Formynderskabsråd
Συμβούλιο Μεσογειακής Συνεργασίας
Råd for Samarbejde i Middelhavsområdet
Συμβούλιο Πολιτιστικής Συνεργασίας
Rådet for Kulturelt Samarbejde
Συμβούλιο Σκανδιναβικών Χωρών
Nordisk Råd
Συμβούλιο ΣΟΕΣ
ØPA-Råd
συμβούλιο σύνδεσης
associeringsråd
(EU)
Συμβούλιο Σύνδεσης ΕΚ-Ουγγαρίας
Associeringsrådet EF-Ungarn
Συμβούλιο Σύνδεσης ΕΚ-Πολωνίας
Associeringsrådet EF-Polen
Συμβούλιο Συνεργασίας των Χωρών του Κόλπου
Samarbejdsrådet for Golfstaterne
Συμβούλιο Συνεργασίας Ασίας και Ειρηνικού
Asian and Pacific Council
σύμβουλοι ή τεχνικοί εμπειρογνώμονες οι οποίοι τίθενται στη διάθεση των αναπτυσσόμενων χωρών
de funktionærer og det tekniske personale,der stilles til rådighed for udviklingslande
σύμβουλος γεωργικών εφαρμογών
landbrugskonsulent
συμμετέχον κράτος
deltagende land
συμμετοχή των εργαζομένων
medarbejderindflydelse
συμμετοχή εντός του ομίλου
interne aktiebesiddelser
DK
συμμετοχή μεταξύ των επιχειρήσεων του κοντσέρν
interne aktiebesiddelser
DK
συμμετοχή ξένου κεφαλαίου
udenlandsk kapitals deltagelse
συμμετοχή που έχει εκφρασθεί σε συνάλλαγμα
værdi udtrykt i fremmed valuta
συμμετοχή στην αγορά εργασίας
arbejdsstyrkedeltagelse
συμμετοχή στην αγορά εργασίας
erhvervsdeltagelse
Get short URL