Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
Danish
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
Ϊ
<<
>>
Terms for subject
Economy
(14833 entries)
στρατιωτική εκπαίδευση
militær træning
στρατιωτική επέμβαση
militær intervention
Στρατιωτική Επιτροπή της ΕΕ
EU's Militærkomité
στρατιωτική επιστήμη
militærvidenskab
στρατιωτική θητεία
værnepligt
στρατιωτική κατοχή
militær besættelse
στρατιωτική πειθαρχία
militær disciplin
στρατιωτική συνεργασία
militært samarbejde
στρατιωτικό αεροσκάφος
luftstyrke
στρατιωτικό απόρρητο
militær hemmelighed
στρατιωτικό δίκαιο
militærret
Στρατιωτικό Επιτελείο της ΕΕ
EU's Militærstab
στρατιωτικό καθεστώς
militært styre
στρατιωτικό νεκροταφείο
militærkirkegård
στρατιωτικό προσωπικό
militært personel
στρατιωτικοποίηση του διαστήματος
militarisering af rummet
στρατιωτικός εξοπλισμός και εφόδια που πωλούνται από το δημόσιο
våben og andet militært udstyr solgt af den offentlige sektor
στρατοδικείο
militær domstol
στρατοκρατία
militarisme
στρατόπεδο συγκεντρώσεως
koncentrationslejr
Get short URL