Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
Danish
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
Ϊ
<<
>>
Terms for subject
General
(21811 entries)
προαιρετικές εισφορές
frivillige bidrag til sociale sikringsordninger
προαιρετική διαβούλευση, προαιρετική αίτηση γνωμοδότησης
fakultativ høring
προαιρετική εκδρομή
valgfri tur
προαιρετική ομαδική ασφάλιση
frivillig gruppeforsikring
προαιρετική προσφυγή
fakultativ udtalelse
προαιρετική συνέχιση της ασφαλίσεως
frivillig fortsat forsikring
προαιρετικό πρωτόκολλο
valgfri protokol
προαίρεση
option
προαναγγελία θυελλώδους ανέμου
stormvarsel
προανάμιξη
forblanding
προανάμιξη
koncentrater
προανάμιξη
premixes
προαποδοχή συμφωνίας
forudgående samtykke
προαστειοποίηση
suburbanisering
πρόβα
prøve
προβαίνω σε επισκόπηση της γενικής πολιτικής
generel politisk drøftelse
προβάλλω νόμιμους λόγους εξαιρέσεως
gøre berettigede fritagelsesgrunde gældende
προβλεπόμενη αποδοτικότητα
forventet rentabilitet
προβλεπόμενη μέση ψήφος
forventet middelvotering
προβλεπόμενο ποσοστό καύσης
forventet burn-up
Get short URL