Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
Danish
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
Ϊ
<<
>>
Terms for subject
General
(21811 entries)
πιστευτό συμβάν
tænkelig hændelse
πιστόλι
pistol
πιστόλι εκκίνησης αθλητικών αγώνων
startpistol
πιστόλι με συμπιεσμένο αέρα
luftpistol
πιστόλι που παράγει μόνο κρότο
skræmmepistol
πιστόλια φωτοβολίδων
raketpistol
πιστοποιητικά εξαγωγών
eksportcertifikater
πιστοποιητικά εξαγωγών
eksportlicens
πιστοποιητικά εξαγωγών για φαρμακευτικά προϊόντα εγκεκριμένα στα πλαίσια της κεντρικής διαδικασίας
eksportcertifikater for centralt godkendte lægemidler
πιστοποιητικά εξαγωγών για φαρμακευτικά προϊόντα εγκεκριμένα στα πλαίσια της κεντρικής διαδικασίας
eksportlicenser for lægemidler godkendt efter den centraliserede procedure
πιστοποιητικά παραστατικά μετοχών
aktiebevis
πιστοποιητικό
påtegning
πιστοποιητικό αξιοπλοϊας; πιστοποιητικό πλωιμότητας
sødygtighedsbevis
πιστοποιητικό γεννήσεως
fødselsattest
πιστοποιητικό για την αξιοπιστία των λογαριασμών
erklæring om regnskabernes rigtighed
πιστοποιητικό για την κανονικότητα των λογαριασμών
påtegning om regnskabets formelle rigtighed
πιστοποιητικό για την κανονικότητα των χρηματοδοτουμένων πράξεων
erklæring om de finansierede transaktioners formelle rigtighed
Πιστοποιητικό εξαίρεσης
Undtagelsescertifikat
πιστοποιητικό ζωής
leveattest
πιστοποιητικό ζωής
dokumentation for, at en person er i live
Get short URL