DictionaryForumContacts

   Greek Danish
Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Ϊ   <<  >>
Terms for subject General (21811 entries)
η ουσία αποσυντίθεται με θέρμανση... stoffet nedbrydes ved ophedning
η ουσία αποσυντίθεται με θέρμανση...,που αυξάνει τον κίνδυνο πυρκαγιάς stoffet nedbrydes ved ophedning,som øger brandfaren
η ουσία αποσυντίθεται με καύση stoffet nedbrydes ved brand
η ουσία αποσυντίθεται με καύση,που αυξάνει τον κίνδυνο πυρκαγιάς stoffet nedbrydes ved brand,som øger brandfaren
η ουσία αποσυντίθεται με καύση,προκαλώντας κίνδυνο πυρκαγιάς και έκρηξης stoffet nedbrydes ved brand,og som forårsager brand og eksplosionsfare
η ουσία αποσυντίθεται σε επαφή με... stoffet nedbrydes ved kontakt med...
η ουσία αποσυντίθεται σε επαφή με...,που αυξάνει τον κίνδυνο πυρκαγιάς stoffet nedbrydes ved kontakt med...,som øger brandfaren
η ουσία αποσυντίθεται σε επαφή με...,προκαλώντας κίνδυνο πυρκαγιάς και έκρηξης stoffet nedbrydes ved kontakt med...,og som forårsager brand og eksplosionsfare
η ουσία αποσυντίθεται υπό την επίδραση... stoffet nedbrydes under indflydelse af...
η ουσία αποσυντίθεται υπό την επίδραση...,που αυξάνει τον κίνδυνο πυρκαγιάς stoffet nedbrydes under indflydelse af...,som øger brandfaren
η ουσία αυτή είναι ενδεχομένως καρκινογόνος για τον άνθρωπο dette stof er muligvis kræftfremkaldende hos mennesker
η ουσία αυτή είναι καρκινογόνος για τον άνθρωπο dette stof er kræftfremkaldende hos mennesker
η ουσία αυτή είναι μάλλον καρκινογόνος για τον άνθρωπο dette stof er sandsynligvis kræftfremkaldende hos mennesker
η ουσία είναι ασθενές οξύ stoffet er en svag syre
η ουσία είναι ασθενής βάση stoffet er en svag base
η ουσία είναι διαβρωτική για τα μάτια,το δέρμα και την αναπνευστική οδό stoffet virker ætsende på øjnene,huden og luftveje
η ουσία είναι διαβρωτική για... stoffet virker ætsende på...
η ουσία ενδέχεται να έχει επιπτώσεις σε... stoffet kan have virkninger på...
η ουσία ενδέχεται να έχει επιπτώσεις σε...,με αποτέλεσμα... stoffet kan have virkninger på...,som medfører...
η ουσία ενδέχεται να έχει επιπτώσεις σε...,με αποτέλεσμα... stoffet kan have virkninger på...,der medfører...