DictionaryForumContacts

   Greek Danish
Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Ϊ   <<  >>
Terms for subject Economy (14833 entries)
επιτροπή ΜΕD MED-Udvalget
Επιτροπή Μέτρων Διασφάλισης Komité for Beskyttelsesforanstaltninger
Επιτροπή Μέτρων Υγειονομικής και Φυτοϋγειονομικής Προστασίας Komité for sundheds-og plantesundhedsforanstaltninger
επιτροπή Νοτίου Αφρικής Sydafrikaudvalget
επιτροπή παρακολούθησης της συνολικής επιχορήγησης στήριξης στην τοπική ανάπτυξη tilsynsudvalg for globaltilskud til lokal udvikling
Επιτροπή περί θεσπίσεως συμπληρωματικών μέτρων υπέρ του Ηνωμένου Βασιλείου Udvalget for Supplerende Foranstaltninger til Fordel for Det Forenede Kongerige
επιτροπή περιορισμένης σύνθεσης για τις συμφωνίες συνεργασίας μελών-τρίτων χωρών Det Snævre Udvalg for Medlemsstaternes Samarbejdsaftaler med Tredjelande
Επιτροπή Πολιτικής και Ασφάλειας Den Udenrigs- og Sikkerhedspolitiske Komité
Επιτροπή Πρακτικών Αντιντάμπινγκ Antidumpingsudvalg
επιτροπή προγραμματισμού και συντονισμού των ενισχύσεων των κρατών μελών Udvalget for Planlægning og Koordinering af Hjælp fra Medlemsstaterne
Επιτροπή Προϋπολογισμού Budgetkomitéen
Επιτροπή Στατιστικής επί Θεμάτων Νομισματικών, Χρηματοπιστωτικών και Ισοζυγίου Πληρωμών; Επιτροπή Στατιστικών σε θέματα νομισματικά, χρηματοπιστωτικά και ισοζυγίου πληρωμών Udvalget for Penge-, Kreditmarkeds- og Betalingsbalancestatistik
επιτροπή συνδέσμου μη κυβερνητικών οργανισμών Forbindelsesudvalget for Ikke-Statslige Organisationer
επιτροπή συνεργασίας για τη χρηματοδότηση της ανάπτυξης Udvalget for Samarbejde med henblik på Udviklingsfinansiering
Επιτροπή'Εκδοσης Αδειών Εισαγωγής Importlicenskomité
επιτροπολογία komitologi
επιβάτης rejsende
επιβάλλει στην Aνωτάτη Aρχή την καθιέρωση καθεστώτος ποσοστώσεων den Høje Myndighed skal indføre et kvotasystem
επιβαλλόμενη τιμή bundet pris
επιβαρυντική περίσταση skærpende omstændighed