Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
Danish
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
Ϊ
<<
>>
Terms for subject
Economy
(14833 entries)
είδη ευκαιρίας
brugt forbrugsgode
είδη υγιεινής
toiletartikel
ειδησεογραφικό πρακτορείο
pressebureau
ειδικά τραβηκτικά δικαιώματα
særlige trækningsrettigheder
ειδικά τραβηκτικά δικαιώματα
særlig trækningsrettighed
ειδικά εσωτερικά τιμολογιακά μέτρα
indenlandske særtariffer
ειδικά πολυμερή
specialpolymer
ειδικαί επενδύσεις
følgeinvesteringer
ειδικές ταξιδιωτικές συνθήκες
speciel rejsefacilitet
ειδικές παροχές που χορηγούν οι δημόσιες αρχές με την ιδιότητα τους ως εργοδότες
særlige ydelser fra det offentlige i dets egenskab af arbejdsgivere
ειδικές συναλλαγές και αγαθά μη ταξινομημένα κατά είδος
særlige varer og transaktioner,ikke klassificeret efter beskaffenhed
ειδικευμένος εργάτης
faglært arbejder
ειδική άδεια
særlig orlov
ειδική άδεια αλιείας
fisketilladelse
ειδική γραμμή για μεταφορές
særlig række for overførsler
ειδική γραμμή:μεταφορές κοινών υποπροϊόντων
overflytning af almindelige biprodukter og produkter med samme anvendelse
ειδική δανειοδότηση' ειδικό δανειοδοτικό πρόγραμμα
specifikt udlånsprogram
ειδική διάταξη διασφάλισης
særlig beskyttelsesbestemmelse
ειδική διαδικασία
særlige procesformer
ειδική εκπαίδευση
specialundervisning
Get short URL