Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
Danish
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
Ϊ
<<
>>
Terms for subject
Economy
(14833 entries)
εθνότητα
etnisk gruppe
εθνοτική μειονότητα
etnisk mindretal
εθνοτική μειονότητα
etnisk minoritet
εθνογραφία
etnografi
εθνολογία
etnologi
έθος εργασίας
arbejdskultur
είδη άγριας χλωρίδας και πανίδας
naturliv
είδη γραφείου
kontorartikler
είδη διακόσμησης
dekorationsartikel
είδη δώρων
gaveartikel
είδη ευκαιρίας
brugt forbrugsgode
είδη υγιεινής
toiletartikel
ειδησεογραφικό πρακτορείο
pressebureau
ειδικά τραβηκτικά δικαιώματα
særlige trækningsrettigheder
ειδικά τραβηκτικά δικαιώματα
særlig trækningsrettighed
ειδικά εσωτερικά τιμολογιακά μέτρα
indenlandske særtariffer
ειδικά πολυμερή
specialpolymer
ειδικαί επενδύσεις
følgeinvesteringer
ειδικές ταξιδιωτικές συνθήκες
speciel rejsefacilitet
ειδικές παροχές που χορηγούν οι δημόσιες αρχές με την ιδιότητα τους ως εργοδότες
særlige ydelser fra det offentlige i dets egenskab af arbejdsgivere
Get short URL