DictionaryForumContacts

   Greek Danish
Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Ϊ   <<  >>
Terms for subject General (21811 entries)
ανθεκτικό στα κτυπήματα som kan modstå stød
ανθεκτικό στα κτυπήματα stødfast
ανθεκτικός σε καταστροφή katastrofesikker
ανθελμινθικό φάρμακο anthelmintisk
ανθελμινθικό φάρμακο ormebekæmpende
άνθρακας-άνθρακας kulstof-kulstof
ανθρακικά άλατα ασβεστίου ; Ε 170 calciumcarbonat
ανθρακικά άλατα ασβεστίου ; Ε 170 calciumcarbonater
ανθρακικά άλατα ασβεστίου ; Ε 170 E 170
ανθρακικό ασβέστιο alabast
ανθρακούχον μολυβδαινίου carbid af molybden
ανθράκωση karbonering
ανθρώπινη ανάπτυξη menneskecentreret udvikling
ανθρώπινη ανάπτυξη menneskelig udvikling
ανθρώπινη γονιμότητα frugtbarhed hos mennesker
ανθρώπινη διάβρωση menneskeskabt erosion
ανθρώπινη παρέμβαση forårsaget af mennesker
ανθρώπινη παρέμβαση menneskebetinget
ανθρώπινο δυναμικό επιθεώρησης inspektionspersonale
ανθρώπινοι διπλοειδείς ινοβλάστες human diploid fibroblast