Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
Danish
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
Ϊ
<<
>>
Terms for subject
General
(21811 entries)
περιοχή μη προσπελάσιμη κατά την ομαλή λειτουργία της εγκαταστάσεως
område utilgængeligt under normal drift
περιοχή που έχει πρόσφατα αστικοποιηθεί
nyligt urbaniseret område
περιοχή που καλύπτεται από την άδεια
tilladelsens område
περιοχή ραδιενεργού απορρυπάνσεως
dekontamineringsområde
περιοχή συναρμολογήσεων
samleområde
περιοχή συνορεύουσα με
naboområde
περιοχή χαμηλής ραδιενέργειας
rent område
περίπτερο τριών προσόψεων
halvøformet stand
περίπτερο τριών προσόψεων
halvøstand
περίπτερο έκθεσης μη συναρμολογημένο
samlestand
περίπτερο με σκληρά τοιχώματα
vægstand
περίπτερο σε σειρά
rækkestand
περίπτερο χωρίς εξοπλισμό
basisstand
περίπτωση
led
περιπαγετικό κλίμα
periglacialklima
περιπολών πυροφύλαξ
patruljerende brandvagt
περίπου
cirka
περίπου
omtrent
περιστασιακό ανθρωπογενές νανοσωματίδιο
utilsigtet syntetisk nanopartikel
περιστοιχίζω
omgive
Get short URL