DictionaryForumContacts

   Greek Danish
Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Ϊ   <<  >>
Terms for subject General (21811 entries)
διαπίστωση της υπάρξεως του απαιτουμένου αριθμού konstatere, at der ikke er et beslutningsdygtigt antal til stede
διαπίστωση παράβασης afsløring af overtrædelser
διαπίστωση ύπαρξης πλειοψηφίας konstatering af et flertal
διαποτισμός udblødning
διαπράττω εκ προθέσεως ή εξ αμελείας σοβαρή παράλειψη εκπλήρωσης του υπηρεσιακού καθήκοντος forsætligt eller af uagtsomhed groft tilsidesætte pligterne
διαπραγματευτής με πλήρεις εξουσίες fuldt bemyndiget forhandler
διαπραγματευτής με πλήρεις εξουσίες selvstændig forhandler
διαπραγματευτής με πλήρη δικαιώματα fuldt bemyndiget forhandler
διαπραγματευτής με πλήρη δικαιώματα selvstændig forhandler
διαπραγματευτική οδηγία forhandlingsdirektiv
διαπραγματευτική οδηγία forhandlingsmandat
διαπραγματευτικό κεφάλαιο forhandlingsafsnit
διαπραγματευτικό κεφάλαιο forhandlingskapitel
διαπραγματευτικό πλαίσιο forhandlingsramme
διαπραγματευτικό πλαίσιο forhandlingspakke
διαπραγματευτικό σχήμα forhandlingsformat
διαπραγματευτικό σχήμα format for forhandlingerne
διαπραγματεύομαι μία σύμβαση forhandle en aftale
διαπραγματεύσεις για τα κλωστοϋφαντουργικά προϊόντα forhandlingerne om tekstilaftaler
διαπραγματεύσεις για τη διεύρυνση tiltrædelsesforhandling