Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
Danish
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
Ϊ
<<
>>
Terms for subject
General
(21811 entries)
κυλινδροειδής λίμα
rundfil
κύλινδρος καθαρισμού λαναριού
omskiftervalse
κύλινδρος καθαρισμού λαναριού
vendevalse
κύλινδρος που παρουσιάζει διαρροή
utæt beholder
κυλινδρουρία
cylindruri
κύμα
sø
κύμα τρομοκρατίας
terroristbølge
κύμα καύσωνα
hedebølge
κύμα κρούσης
trykbølge
κύμα ψύχους
kuldebølge
κυματοαποσβεστήρας
bølgedæmper
κυματοπαγίδα
bølgedæmper
κυμματοειδής
bølget vækst
κυμματοειδής
tværved
κυνηγετικό µαχαίρι
jagtkniv
κύριoς πληρoφoριoδότης
nøgleindikatorer
κύρια γλώσσα
grundsprog
κύρια γραμμή
afgrenet ledning
κύρια εγκατάσταση
hjemsted
κύρια εγκατάσταση
hovedforretningssted
Get short URL