DictionaryForumContacts

   Greek Danish
Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Ϊ   <<  >>
Terms for subject General (21811 entries)
κεραμικό πυρηνικό καύσιμο keramisk brændsel
κεραυνός lyn
κέρδη από τη ρευστοποίηση επενδύσεων gevinster ved realisation af investeringsaktiver
κέρδη που έχουν ήδη δηλωθεί ή οριστικοποιηθεί allerede udloddet bonus
κέρδος indtægt
κέρμα ευρώ μεγάλης αξίας euromønt med høj værdi
κεφάλαια ανανέωσης fornyelsesfond
κεφάλαιο άμεσης εξόφλησης indbetalt kapital
κεφάλαιο για ανανέωση fornyelsesfond
κεφαλαίο γράμμα versal
κεφάλαιο διαπραγματεύσεων forhandlingskapitel
κεφάλαιο μειωμένης εξασφάλισης efterstillet kapital
κεφάλαιο προς μελλοντική διάθεση fond for ufordelte midler
κεφαλή centralled
κεφαλή kerne
κεφαλή kerneled
κεφαλή overled
κεφαλή sprænghoved
κεφαλή του ιού virushoved
κεφαλή ανίχνευσης νετρονίων neutrondetektorhoved