DictionaryForumContacts

   Greek Danish
Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Ϊ   <<  >>
Terms for subject Law (16130 entries)
έχω την επαγγελματική μου κατοικία στην Κοινότητα har sit forretningssted i Fællesskabet
έχω την ευρύτερη δυνατή νομική ικανότητα have den videstgående rets-og handleevne
έχω την κατοικία μου have bopæl
έχω αναβολή από το στρατό udskyde militærtjeneste
έχω αναβολή από το στρατό udsætte militærtjeneste
έχω απεριόριστη αναδρομική ισχύ have ubegrænset,tilbagevirkende gyldighed
έχω δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι στις δημοτικές και κοινοτικές εκλογές have valgret og være valgbar ved kommunale valg
έχω δικαίωμα εγγυήσεως να προτείνω κατά τρίτου kunne gøre krav gældende mod tredjemand om opfyldelse af en garantiforpligtelse eller skadesløsholdelse
έχω ισχύ δεδικασμένου have bindende virkning
έχω πλήρη δικαιοδοσία να αποφαίνομαι επί των διαφορών have fuld prøvelsesret for så vidt angår tvister
έχω συμφέρον να παρέμβω στη διαδικασία interesse i at intervenere
έχω υποχρέωση να παρέχω πληροφορίες undergivet anmeldelseskrav
έχων το καθεστώς του πρόσφυγα konventionsflygtning
έχων πολλαπλή εθνικότητα person med flere statsborgerskaber
ζητείται από κοινού η αναβολή της συζητήσεως μιας υποθέσεως udsætte en sag efter fælles begæring fra parterne
ζήτημα ερμηνείας δικαίου retlig omstændighed
ζήτημα ερμηνείας δικαίου retligt spørgsmål
ζήτημα ερμηνείας δικαίου retsspørgsmål
ζήτημα που τίθεται σε ψηφοφορία spørgsmål,der sættes under afstemning
ζητήματα ηθικής δεοντολογίας, νομικά και κοινωνικά etiske, sociale og juridiske aspekter