Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
Danish
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
Ϊ
<<
>>
Terms for subject
General
(21811 entries)
ελαττωματικός βρόχος
defekt kreds
ελαττώνομαι
Abate
ελαττώνομαι
nedsætte
ελαττώνομαι
reducere
ελαττώνω
svække
ελατήριο ελασμάτων
bladfjeder
έλαιο κοκοφοίνικα
kokosolie
έλαιο κοκοφοίνικα
kopraolie
έλαιο φοινικοπυρήνα
palmekerneolie
ελαιοδιαλυτός
olieopløselig
ελαιόλαδo - αποτελούμενο από εξευγενισμένα ελαιόλαδα και παρθένα ελαιόλαδα
olivenolie - sammensat af raffineret olivenolie og jomfruolie
ελαιόλαδo - αποτελούμενο από εξευγενισμένα ελαιόλαδα και παρθένα ελαιόλαδα
olivenolie
έλαιον εκ πιέσεως
presseolie
έλαιον εξ εκχυλίσεως
ekstraheret olie
ελαστικός κυλινδρικός στρωτήρας με ραβδώσεις
riflet gummirulle
ελαστομερική κατεργασία
elastomerisk bearbejdning
έλασμα
tyk plade
έλασμα δαπέδου
ovnbundplade
έλασμα μπουλντόζας
gødningsdozer
έλασμα συνδέσεως
forbindelsesplade
Get short URL