Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
Danish
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ Ω Ϊ
<<
>>
Terms for subject
Business
(442 entries)
γεωργικό εισόδημα
landbrugsindkomst
γύρος υποβολής προσφορών
budrunde
δανειζόμενος πρώτης κατηγορίας
førsteklasses låntager
δανειολήπτης πρώτης τάξης
førsteklasses låntager
δεόντως αιτιολογημένος; επαρκώς δικαιολογημένος
behørigt begrundet
δεσπόζουσα εταιρία
dominerende selskab
δευτερεύουσα πτώχευση
sekundær konkurs
δήλωση
oversigt
Δήλωση της Πράγας
Pragdeklarationen
δημοπρασία αυξανόμενου τιμήματος
ascending clock-auktion
δημοπρασία αυξανόμενου ρολογιού
ascending clock-auktion
δημοπρασία δυναμικότητας επόμενης ημέρας
"day ahead"-kapacitetsauktion
δημοπρασία ενιαίας τιμής
"uniform price"-auktion
δημόσια προσφορά αγοράς ή ανταλλαγής
overtagelsestilbud
δημόσιο ταμιευτήριο
offentlig sparekasse
διατάξεις στο εταιρικό καταστατικό
stiftelsesoverenskomst
διατίθεμαι σε δημόσια προσφορά
være udbudt til offentligt salg
διαδικασία εκκαθάρισης
likvidation
διαδικασία εκκαθάρισης
likvidationsbehandling
διαδικασία εκκαθάρισης
likvidationsprocedure
Get short URL