DictionaryForumContacts

   
Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω   <<  >>
Terms for subject General (21811 entries)
ατομική επιχείρηση eneindehaver
ατομική στήλη atomreaktor
ατομική συμφωνία individuel aftale
ατομικό ασφάλιστρο individuel præmie
ατομικό δάνειο individuelle lån
ατομικό δελτίο κανονικών και ειδικών αδειών ferieseddel
ατομικό όπλο enmandsbetjent våben
ατομικό πυροβολικό atomartilleri
ατομικός κίνδυνος individuel risiko
ατομικός φάκελος του υπαλλήλου akter vedrørende den enkelte tjenestemand
άτομο άνθρακα kulstofatom
άτομο καλής πίστεως bona fide-person
άτομο με μειωμένη όραση svagsynet
ατροπίδωτα (δρομείς) strudsfugl (ratitae)
άτυπη συζήτηση informel samtale
άτυπη συνεδρίαση uformel session
άτυπη συνεδρίαση uformelt møde
άτυπη σύνοδος uformel session
άτυπος τριμερής διάλογος uformel trilog
ατύχημα skade