Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
Russian
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω Ϊ
<<
>>
Terms for subject
Forestry
(3906 entries)
προωθητήρας γαιών
бульдозер
προωθητής γαιών
бульдозер
πρώτη ύλη
сырьё
πρώτη ύλη καυσίμου
топливная древесина
πρώτης ποιότητας
товар первого сорта
πρώτης ποιότητας
товар высокого качества
πρωτογενής επεξεργασία
первичная обработка
(древесины)
πρωτομάστορας
надсмотрщик
πρωτομάστορας
надзиратель
πυκνότητα
плотность
πύλη
решетка
πυξίδα
компас
πυρετός
жар
πυρετός
горячка
πυρίμαχος
несгораемый
πυρίμαχος
огнеупорный
πυρολυτικοί ξυλολέβητες
горелок для газификации древесины
πυροπροστασία
защита от пожаров
πυροσβεστική
пожарная служба
πυροσβεστικός εξοπλισμός
оборудование для пожаротушения
Get short URL