DictionaryForumContacts

   Greek Russian
Β Γ Δ Ε Ζ Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω   <<  >>
Terms for subject Environment (5728 entries)
δοκιμή μεταλλακτικότητας тест на способность вызывать мутацию
δομή της ατμόσφαιρας структура атмосферы
δομή της απασχόλησης структура занятости
δομή της εταιρείας структура компании
δομή του εδάφους структура почвы
δομικό στοιχείο строительный элемент
δόμος (βύσμα) άλατος соляное ядро
δονήσεις вибрация
δορυφορική εικόνα изображение, полученное со спутника
δορυφόρος спутник
δορυφόρος παρατηρήσεων спутник слежения
δόση дозировка
δόση ακτινοβολίας доза радиации
δοσολογία дозировка
δοσομέτρηση дозировка
δουλεία сервитут
δοχείο (συσκευασίας) контейнер
δοχείο ψεκασμού аэрозольный баллончик
δραστηριότητα του ανθρώπου деятельность человека
δραστηριότητα κατά τον ελεύθερο χρόνο отдых