Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
Russian
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω Ϊ
<<
>>
Terms for subject
General
(8491 entries)
ανάπηρος
инвалид
αναπληρωτής
зам
αναπληρωτής
заместитель
αναπνέω
дышать
αναπνοή
дыхание
αναπόφευκτη
неизбежный
αναπόφευκτο
неизбежный
αναπόφευκτος
неизбежный
αναρτώ
подвешивать
αναστατώνω
тревожить
αναστατώνω
будоражить
dbashin
αναστατώνω
приводить в беспорядок
dbashin
ανάσταση
воскрешение
dbashin
ανάσταση
воскресение
dbashin
αναστεναγμός
вздох
αναστενάζω
вздыхать
αναστολή
отсрочка
ανάσα
дыхание
ανασκαφή
вскапывание
ανασκόπηση
обзор
Get short URL