DictionaryForumContacts

   Greek Czech
Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Ϊ   <<  >>
Terms for subject Economy (7899 entries)
παστεριωμένο γάλα pasterované mléko
παστερίωση pasterizace
παύση γεωργικής εκμετάλλευσης ukončení zemědělské činnosti
παύση δραστηριότητας zánik společnosti
παύση πληρωμών zastavení plateb
πάχυνση výkrm
πάχυνση με βοσκή pasení
πέτρα stavební kámen
πετρελαϊκή πολιτική ropná politika
πετρελαιαγωγός ropovod
πετρέλαιο ropa
πετρέλαιο εξωτερικής καύσεως topný olej
πετρέλαιο μηχανών šelfová ropa
πετρελαιοβιομηχανία ropný průmysl
πετροδολάριο petrodolar
πετρολογία petrologie
πετροχημική βιομηχανία petrochemie
Πεδεμόντιο Piemont
πεδιάδα náhorní plošina
πεζοδρομημένη ζώνη pěší zóna