Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
Czech
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Σ
Τ
Υ Φ
Χ
Ψ
Ω Ϊ
<<
>>
Terms for subject
Fish farming (pisciculture)
(168 entries)
παραγάδι
dlouhá lovná šňůra
παραγαδιάρικο
plavidlo používající dlouhé lovné šňůry
παραγωγός
producent
παραγωγός
producent živých mlžů
παραγωγός
sběrač
παραγωγός
sběrač živých mlžů
παραγωγός ζώντων δίθυρων μαλακίων
producent
παραγωγός ζώντων δίθυρων μαλακίων
producent živých mlžů
παραγωγός ζώντων δίθυρων μαλακίων
sběrač
παραγωγός ζώντων δίθυρων μαλακίων
sběrač živých mlžů
παράνομη αλιεία
nezákonný rybolov
παράνομη, αδήλωτη και ανεξέλεγκτη αλιεία
nezákonný, nehlášený a neregulovaný rybolov
παράνομη, αδήλωτη και ανεξέλεγκτη αλιεία
rybolov NNN
παράνομη, λαθραία και άναρχη αλιεία
nezákonný, nehlášený a neregulovaný rybolov
παράνομη, λαθραία και άναρχη αλιεία
rybolov NNN
παρεμπίπτοντα αλιεύματα; παρεμπίπτουσα αλιεία
vedlejší úlovek
περιοχή αλιείας
loviště
περιφερειακή οργάνωση αλιείας
regionální organizace pro řízení rybolovu
περιφερειακή οργάνωση αλιείας
regionální rybolovná organizace
περιφερειακή οργάνωση διαχείρισης της αλιείας
regionální organizace pro řízení rybolovu
Get short URL