Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
Bulgarian
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
Ϊ
<<
>>
Terms for subject
Medical
(706 entries)
ακαθορίστου φύλου
интерсексуален
ακρωτηριασμός των εξωτερικών γυναικείων σεξουαλικών οργάνων
генитално осакатяване на жени
αλλεργικός τύπος φωτοευαισθησίας
фотоалергия
αλλεργιογονικότητα
алергенност
αλλεργιογόνο
алергенен продукт
αλλεργιογόνο προϊόν
алергенен продукт
αλλογενής
алогенен
αμοιβάδωση
амебиаза
αντιγόνο
антиген
αντιγόνο του Μείζονος Συμπλέγματος Ιστοσυμβατότητας
HLA антиген
αντιγόνο ιστοσυμβατότητας
HLA антиген
αντιγραφή του ιού
вирусна репликация
αντιληπτός
когнитивен
αντοχή παθογόνων που προκαλούν τροφιμογενή λοίμωξη στα αντιμικροβιακά
предаване на микроорганизми, резистентни към антимикробни преперати, чрез храна
αντοχή παθογόνων που προκαλούν τροφιμογενή λοίμωξη στα αντιμικροβιακά
предавани чрез храна микроорганизми, резистентни към антимикробни преперати
αντοχή στα αντιμικροβιακά
антимикробна резистентност
αντοχή στα αντιμικροβιακά
резистентност към антимикробни средства
ανατομή
дисекция
αναίμακτη διαγνωστική μέθοδος
неинвазивна диагностика
αναίμακτη διαγνωστική μέθοδος
неинвазивна диагностична процедура
Get short URL