DictionaryForumContacts

   Greek Bulgarian
Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Ϊ   <<  >>
Terms for subject General (2486 entries)
πιστωτικό όριο με ενισχυμένους όρους, με μερική συμμετοχή στον κίνδυνο кредитна линия с разширени условия и частична защита
πλάτος τομής ελαστικού широчина на профила
πλάτος διατομής широчина на профила
πλάτυνση валцуване
Πλακούντες εκχυλισμένης φοινικοκαρυάς копра, екстрахирана
πλακούς έκθλιψης ελαΐδος експелер от палмова ядка
πλακούς έκθλιψης σησαμόσπορου експелер от сусамово семе
πλακούς έκθλιψης φοινικοκαρυάς експелер от копра
πλακούς ελαΐδας експелер от палмова ядка
πλαστική άρθρωση пластична става
πλαστογραφία подправен (неоригинален) документ
πλέον ευνοούμενο κράτος ; μάλλον ευνοούμενο κράτος НОН
πλέον ευνοούμενο κράτος ; μάλλον ευνοούμενο κράτος най-облагодетелствана нация
πλέον συμφέρουσα από οικονομική άποψη προσφορά икономически най-изгодна оферта
πλέον συμφέρουσα προσφορά από οικονομική άποψη икономически най-изгодната оферта
πληθυσμιακή αλλαγή демографско изменение
πληθυσμιακή γήρανση застаряване на населението
πληθυσμιακή γήρανση застаряващо население
πληθυσμιακή κάλυψη покритие на населението
πληθυσμιακό απόθεμα резерв на населението