Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
Portuguese
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
<<
>>
Terms for subject
Environment
(18409 entries)
ικανότητα αυτοκαθαρισμού της ατμόσφαιρας
capacidade de autodepuração da atmosfera
ικανότητα αυτοκαθαρισμού του νερού
capacidade de regeneração da água
ικανότητα αφομοίωσης αποβλήτων
capacidade de assimilação de resíduos
ικανότητα αφομοίωσης αποβλήτων
capacidade de assimilação de detritos
ικανότητα διείσδυσης
poder de penetração
ικανότητα εξουδετέρωσης του οξέος
capacidade de neutralização de ácidos
ικανότητα εξουδετέρωσης του οξέος
poder neutralizante de ácidos
ικανότητα εξουδετέρωσης του οξέος
potencial de neutralização de ácido
ικανότητα εξουδετέρωσης των οξέων
capacidade de neutralização de ácidos
ικανότητα εξουδετέρωσης των οξέων
poder neutralizante de ácidos
ικανότητα εξουδετέρωσης των οξέων
potencial de neutralização de ácido
ικανότητα επανοξυγόνωσης του νερού
capacidade de reoxigenação da água
ικανότητα επιπάσεως
ser reduzido a pó
ικανότητα καθαρισμού
poder de depuração
ικανότητα καρκινογένεσης
carcinogenicidade
ικανότητα παγίδευσης
capacidade de amostragem
ικανότητα προσαρμογής του οικοσυστήματος
adaptabilidade dos ecossistemas
ικανότητα στην αναπνοή
respirabilidade
ικανότητα συγκράτησης πρωτονίων
capacidade de absorção de protões
ικανότητα συγκράτησης σκόνης
capacidade de colmatagem
Get short URL