DictionaryForumContacts

   Greek Portuguese
Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Ϊ   <<  >>
Terms for subject Environment (18409 entries)
ατμοσφαιρικό φορτίο ρύπων carga de poluentes atmosféricos
ατμοσφαιρικός ιχνηλάτης marcador atmosférico
ατμοσφαιρικός ρύπος agente de poluição atmosférica
ατμοσφαιρικός ρύπος poluente atmosférico
ατμοσφαιρικός ρύπος poluente da atmosfera
ατμοσφαιρικός ρύπος poluente do ar
ατομικές διοικητικές πράξεις leis
ατομικές διοικητικές πράξεις leis (individuais)
ατομικός συντελεστής εξασθενήσεως coeficiente de atenuação atómica
άτομο τρίτης ηλικίας terceira idade
άτομο τρίτης ηλικίας/ηλικιωμένος pessoa idosa
άτομο τρίτης ηλικίας/ηλικιωμένος terceira idade
άτομο με ειδικές ανάγκες deficientes
άτομο στο οποίο έχει δοθεί ένα χηλικό αντιδραστήριο,όπως η πενικιλαμίνη pessoa submetida à administração de um quelante como por exemplo a penicilamina
ατραζίνη atrazina
ατραζίνη atrizina
ατυχήματα acidentes
αvάλυση κιvδύvoυ análise de riscos
αvάλυση κιvδύvoυ análise dos riscos
αvαστρεψιμότητα της οξίνισης reversibilidade da acidificação