Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
Portuguese
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Η
Θ
Ι
Κ
Μ
Ο
Π
Σ
Σ
Τ
Υ
<<
>>
Terms for subject
Demography
(151 entries)
εδαφική πρόσοδος
rendimento do solo
έλλειψη στέγης
falta de habitação
έμφρων άνθρωπος
homo sapiens
ενοικιαζόμενη κατοικία
habitação arrendada
ενοικιαζόμενη κατοικία
habitação para arrendamento
εξαθλιωμένη κατοικία
habitação degradada
εξασφαλίζω κατάλυμα
habitar
έξοδα συντήρησης
encargos de condomínio
έξοδα συντήρησης
encargos locativos
εστία για ανύπαντρα άτομα
lar para celibatários
ηλικία αποχώρησης από τον ενεργό οικονομικό βίο
idade da aposentação
ηλικία αποχώρησης από τον ενεργό οικονομικό βίο
idade da reforma
ηλικία αποχώρησης από τον ενεργό οικονομικό βίο
idade de admissão à pensão
ηλικία αποχώρησης από τον ενεργό οικονομικό βίο
idade de reforma
ηλικία συνταξιοδοτήσεως
idade da aposentação
ηλικία συνταξιοδοτήσεως
idade da reforma
ηλικία συνταξιοδοτήσεως
idade de admissão à pensão
ηλικία συνταξιοδοτήσεως
idade de reforma
ηλικία συνταξιοδότησης
idade da aposentação
ηλικία συνταξιοδότησης
idade da reforma
Get short URL