DictionaryForumContacts

   Greek Portuguese
Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω   <<  >>
Terms for subject General (18472 entries)
κoιvή επoπτική αρ?ή Instância Comum de Controlo
κτηματολόγιο cadastro
κτηνοτροφές forragem
κτηνοτροφική μονάδα unidade forrageira
κτηνοτροφικό καρότο cenoura forraginosa
κτίριο απομόνωσης instalação de contenção
κτίριο ντηζελομηχανής εκτάκτου ανάγκης edifício do diesel de emergência
κτίριο ραδιενεργού απορρυπάνσεως edifício de descontaminação
κατ' εντολή por ordem
κατ' εντολή por procuração
κατ'αποκοπή τιμή preço tudo incluído
κατ'αποκοπή ενίσχυση auxílio fixo
κατ'αποκοπήν ποσό εξαγοράς των δικαιωμάτων montante fixo de resgate
κατ'εξαίρεση a título excepcional
κατά τη διάθεσή του να θεωρηθεί επικίνδυνο απόβλητο S58
κατά τη διάθεσή του να θεωρηθεί επικίνδυνο απόβλητο deve ser eliminado como resíduo perigoso
κατά τη διάρκεια της θητείας τους και μετά την λήξη αυτής durante o seu mandato e após o termo deste
κατά τη διάρκεια δύο συνεχών ετών durante dois anos consecutivos
κατά τη χρήση γίνεται λίαν εύφλεκτο R30
κατά τη χρήση γίνεται λίαν εύφλεκτο pode tornar-se muito inflamável durante a utilização