DictionaryForumContacts

   Greek Portuguese
Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω   <<  >>
Terms for subject General (18472 entries)
θέμα που εμπίπτει στην αποκλειστική αρμοδιότητά της questão em que tem competência exclusiva
θέματα πoυ αφoρoύv τo έγκλημα questões criminais
θέματα που εκ των πραγμάτων συνδέονται pontos que possuam uma base factual comum
θεματολόγιο δράσης της ΕΕ για τους ΑΣΧ Plano de Ação da UE relativo aos Objetivos de Desenvolvimento do Milénio
θεματολόγιο δράσης της ΕΕ για τους ΑΣΧ Plano de Ação da UE relativo aos ODM
θεματοφύλακας του μητρώου responsável pelo registo
θεμιτή εμπιστοσύνη confiança legítima
θεμιτή εμπιστοσύνη expectativa legítima
θεμιτή εμπιστοσύνη princípio da confiança legítima
Θεοκρατική Δημοκρατία república teocrática
θεραπεία αναρρωτική ή μετεγχειρητική cura de convalescença ou cura pós-operatória
θεραπεία δια της μουσικής terapêutica musical
θεραπεία ή ίασις διά της πίστεως ή των προσευχών cura pela fé
θεριζαλωνιστικές μηχανές ceifeiras debulhadoras
θερινός μουσσώνας monção de verão
θερινός μουσσώνας monção estival
θεριστικές μηχανές gadanheiras
θεριστικές-αλωνιστικές μηχανές ceifeiras debulhadoras
θέρμανση θα προκαλέσει αύξηση της πίεσης με κίνδυνο διάρρηξης o aquecimento causará aumento da pressão com risco de explosão
θέρμανση μπορεί να προκαλέσει έκρηξη R5