Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
Portuguese
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Σ
Τ
Φ
Χ
Ψ
Ω
<<
>>
Terms for subject
Economy
(12979 entries)
η θέσπιση κοινής πολιτικής
a adoção de uma política comum
η ισόρροπη και απρόσκοπτη ανάπτυξη
o desenvolvimento equilibrado e harmonioso
η κατανομή των πόρων σε άνθρακα και χάλυβα
a repartição dos recursos em carvão e aço
η κατοικία των μερών
a residência das partes
η κοινή οργάνωση πρέπει να αποκλείει κάθε διάκριση μεταξύ καταναλωτών
a organização comum deve excluir toda e qualquer discriminação entre consumidores
η λήξη της μεταβατικής περιόδου αποτελεί το έσχατο χρονικό όριο για...
o termo do período de transição constituirá a data limite para...
η λήψη των αναγκαίων κατά τις περιστάσεις μέτρων
as medidas a tomar em função das circunstâncias prevalecentes
η μη ολοκλήρωση της Eυρώπης
a não Europa
η οικονομική ανάπτυξη που προκύπτει από την εγκαθίδρυση της κοινής αγοράς
o desenvolvimento económico que vier a resultar do estabelecimento do mercado comum
η οικονομική κατάσταση
a situação económica
η ολική αξία της παραγωγής άνθρακος και χάλυβος της Kοινότητος
o valor total das produções de carvão e aço da Comunidade
η ορθολογική ανάπτυξη της γεωργικής παραγωγής
o desenvolvimento racional da produção agrícola
η ορθολογικότερη κατανομή της παραγωγής στο υψηλότερο επίπεδο παραγωγικότητος
a repartição mais racional da produção ao mais elevado nível de produtividade
η παραγωγή δεν επαρκεί για τον εφοδιασμό
a produção é insuficiente para o abastecimento
η πολιτική συγκυρίας
política de conjuntura
η πραγματοποίηση ενός σταδίου της ελευθερίας εγκαταστάσεως
levar a cabo uma fase de realização da liberdade de estabelecimento
η προσέγγιση αυτή πραγματοποιείται κατά τον κανονικότερο δυνατό ρυθμό
deve ser tão regular quanto possível
η προώθηση της οικονομικής και κοινωνικής αναπτύξεως
promover o desenvolvimento económico e social
η σύγκριση της γεωργικής πολιτικής τους
a comparação das suas políticas agrícolas
η συμμετοχή του ενεργού αγροτικού πληθυσμού στο ακαθάριστο εγχώριο προϊόν
a participação da população ativa agrícola no produto interno bruto
Get short URL