DictionaryForumContacts

   Greek Portuguese
Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Ϊ   <<  >>
Terms for subject Education (1231 entries)
Ένωση Ευρωπαϊκών Αστυνομικών Ακαδημιών Associação das Escolas de Polícia Europeias
άτομο που εγκαταλείπει πρόωρα το σχολείο jovem que abandona precocemente a escola
άτομο που σπουδάζει δι'αλληλογραφίας estudante de cursos por correspondência
άγνοια και ανικανότητα λειτουργικής χρήσης της αριθμητικής inumeracia
αγορά της εκπαίδευσης mercado da formação
αγροτεχνικός técnico agrário
αγροτική εκπαίδευση ensino agrícola
αγροτική ένωση centro rural
αγροτική επαγγελματική κατάρτηση formação profissional agrícola
αγροτικό οικοτροφείο escola familiar rural
άδεια παραμονής με την ιδιότητα του φοιτητή autorização de permanência para efeitos de estudo
άδεια χωρίς αποδοχές για σοβαρούς προσωπικούς λόγους licença sem vencimento por motivos imperiosos de ordem pessoal
αδελφοποίηση' συμφωνία αδελφοποίησης geminação
αεροσκάφος αρχικής εκπαίδευσης aeronave de treino básico
αίθουσα διδασκαλίας anfiteatro
αισθητική δεξιότητα faculdade sensorial
ακαδημαϊκές ανταλλαγές intercâmbios académicos
ακαδημαϊκή αναγνώριση των τίτλων και των περιόδων σπουδών reconhecimento académico dos diplomas e períodos de estudo
ακαδημαϊκή μονάδα crédito de curso
ακαδημαϊκή μονάδα crédito académico