Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
Portuguese
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω Ϊ
<<
>>
Terms for subject
Finances
(17933 entries)
σταυροειδής ισοτιμία συναλλάγματος
cotação cruzada
στεγαστικό δάνειο
crédito à construção
Στελέχη
pessoal de base
Στελέχη
pessoal-chave
στέλεχος τίτλου που παρέχει το δικαίωμα λήψης νέων φύλλων τοκομεριδίων ή μερισματαποδείξεων
cupao
στέλεχος τίτλου που παρέχει το δικαίωμα λήψης νέων φύλλων τοκομεριδίων ή μερισματαποδείξεων
talão
στέλεχος τίτλου που παρέχει το δικαίωμα λήψης νέων φύλλων τοκομεριδίων ή μερισματαποδείξεων
talão de renovação
στέλεχος εξαγωγής
talão de saída
Στεν o δεσμοί
relação estreita
στενή ζώνη συναλλαγματικών ισοτιμιών
margem de flutuação cambial estreita
στενοί δεσμοί
relação estreita
στενοί δεσμοί
relações estreitas
στενός δεσμός
relação estreita
στερεότυπη σύμβαση εγκεκριμένου διανομέα
contrato-tipo de distribuidor autorizado
στεφάνη
bordo
στεφάνη λεία με περιφερειακή αυλάκωση
bordo liso com uma estria
στεφάνη λεία με περιφερειακή αυλάκωση
bordo liso com uma serrilha
στην αποβάθρα
entrega no cais
στην ισοτιμία χρυσών νομισμάτων
ao par das moedas-ouro
στηρίζον νόμισμα
moeda de apoio
Get short URL