Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
Portuguese
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
Ϊ
<<
>>
Terms for subject
General
(18472 entries)
μακρυά από πηγές αναφλέξεως-απαγορεύεται το κάπνισμα
S16
μακρυά από πηγές αναφλέξεως-απαγορεύεται το κάπνισμα
conservar longe do qualquer fonte de ignição-Não fumar
μακρυά από...
ασύμβατες ουσίες που καθορίζονται από τον κατασκευαστή
S14
μακρυά από...
ασύμβατες ουσίες που καθορίζονται από τον κατασκευαστή
conservar longe de...
matérias incompatíveis a indicar pelo produtor
μακρύκαννα αεροβόλα όπλα
arma longa de propulsão a ar comprimido
μακρύκαννα όπλα με ωστική δύναμη που προέρχεται από αέριο
arma longa de propulsão a gás
μακρύκαννο επαναληπτικό πυροβόλο όπλο με λεία κάννη
arma de fogo longa de repetição de cano liso
μακρύκαννο όπλο
arma longa
μακρύκανο βαρύ πυροβόλο
canhão pesado comprido
μακρύκανο πυροβόλο όπλο
arma de fogo longa
μαλαϊκό μικρό μαχαίρι
cris
μανταρίνια
tangerinas
μαντεία
divinação
μάνδαλος ράβδου ρυθμίσεως
engate da barra de comando
μάνδαλος ράβδου ρυθμίσεως
ligação da vara de comando
μανδάλωση
bloqueio
μανδαρινική γλώσσα
mandarim
μαννιτόλη ; Ε 421; μαννίτης
manitol
μαρούλι
alface-repolhuda
μαστίγωμα σωληνώσεων
batimento da tubagem
Get short URL