DictionaryForumContacts

   Greek Portuguese
Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Ϊ   <<  >>
Terms for subject General (18472 entries)
κατακερματισμός δομής βλήματος destruição
κατακλυζόμενη ζώνη zona que cobre e descobre
κατάκλυσις inundação
κατακόρυφη διάταξη τραπεζιών με καρέκλες εκατέρωθεν disposição em sala de aula perpendicular
κατακόρυφο διάμηκες κεντρικό επίπεδο plano longitudinal vertical médio
κατακόρυφος σωλήνας ροής tubo vertical de descida
κατακρατηθείσα δόση dose retida
κατακρήμνησις precipitação
κατακρήμνιση ατμοσφαιρικών ρύπων λόγω βροχής lavagem pela chuva
Κατακρήμνιση ατμοσφαιρικών ρύπων λόγω βροχής lavagem pela chuva
καταλειπόμενον έλλειμμα défice residual
καταλειπόμενον πλεόνασμα excedente residual
καταληψίας ocupante ilegal
καταλληλότητα των εργαζομένων για εργασία capacidade para o trabalho
καταλληλότητα προς πλου estado de navegabilidade
κατάλογος symposium terapêutico
κατάλογος Prodcom lista Prodcom
κατάλογος τελικής επιλογής lista sucinta
κατάλογος του Εδιμβούργου lista de Edimburgo
κατάλογος των εκλογέων lista dos agentes eleitores