DictionaryForumContacts

   Greek Portuguese
Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Ϊ   <<  >>
Terms for subject General (18472 entries)
ικανότητα για συλλογική εργασία aptidão para o trabalho em equipa
ικανότητα επαγγελματικής ένταξης empregabilidade
ικανότητα επαγρύπνησης Capacidade de Vigilância
ικανότητα επιβίωσης capacidade de sobrevivência
ικανότητα πραγματοποίησης καινοτομιών capacidade de inovação
ικανότητα συλλογής eficiência de recolha
ικανότης competência técnica
ικανότης ασφαλούς θέσεως εκτός λειτουργίας της εγκαταστάσεως capacidade para parar a instalação com segurança
ικανότης αυτορυθμίσεως dispositivo de autocontrolo
ικανότης αυτορυθμίσεως mecanismo de autocontrolo
ικανότης διαχύσεως difusibilidade
ικανότης εναλλασσόμενης λειτουργίας capacidade de funcionamento cíclico
ικανότης κυκλικής λειτουργίας capacidade de funcionamento cíclico
ικανότης λειτουργίας operatividade
ικανότης λειτουργίας capacidade de funcionamento
ικανότης συστήματος συμπληρώσεωςνερού ψύξεως capacidade de resposta
ικανός για λειτουργία operacional
ικρίωμα κόπωσης εκτός της πυρηνικής στήλης plataforma de fadiga fora-da-pilha
ικρίωμα σχήματος "A" armação em forma de A
ικρίωμα σχήματος "A" estrutura em forma de A