DictionaryForumContacts

   Greek Portuguese
Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Ϊ   <<  >>
Terms for subject Economy (12979 entries)
ιδρυτικό μέλος του ΠΟΕ membro original da OMC
ίδρυμα fundação
ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος Instituição de moeda eletrónica
ίδρυση κόμματος formação de um partido
ιεραρχική και λειτουργική οργάνωση staff and line
ιεραρχική υποβάθμιση εργαζομένου retrogradação profissional
ιερό βιβλίο texto sagrado
ιζηματολογία sedimentologia
ιθαγένεια nacionalidade
ιθαγένεια νομικών προσώπων nacionalidade de pessoa coletiva
ικανότητα αναγέμισης capacidade de recuperação
ικανότητα αυτοχρηματοδότησης capacidade de autofinanciamento
ικανότητα δικαίου capacidade jurídica
ικανότητα προς σύναψη συμβάσεως capacidade contratual
ικανότητα φόρτωσης capacidade de carga
ικανοποίηση satisfação
ικανοποίηση των αναγκών του νοικοκυριού satisfação das necessidades da família
ικανοποίηση από την εργασία satisfação no trabalho
ικονομική ισορροπία equilíbrio económico
Ιλ-ντε-Φράνς Île-de-France