Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
Portuguese
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
Ϊ
<<
>>
Terms for subject
General
(18472 entries)
θεματοφύλακας του μητρώου
responsável pelo registo
θεμιτή εμπιστοσύνη
confiança legítima
θεμιτή εμπιστοσύνη
expectativa legítima
θεμιτή εμπιστοσύνη
princípio da confiança legítima
Θεοκρατική Δημοκρατία
república teocrática
θεραπεία αναρρωτική ή μετεγχειρητική
cura de convalescença ou cura pós-operatória
θεραπεία δια της μουσικής
terapêutica musical
θεραπεία ή ίασις διά της πίστεως ή των προσευχών
cura pela fé
θεριζαλωνιστικές μηχανές
ceifeiras debulhadoras
θερινός μουσσώνας
monção de verão
θερινός μουσσώνας
monção estival
θεριστικές μηχανές
gadanheiras
θεριστικές-αλωνιστικές μηχανές
ceifeiras debulhadoras
θέρμανση θα προκαλέσει αύξηση της πίεσης με κίνδυνο διάρρηξης
o aquecimento causará aumento da pressão com risco de explosão
θέρμανση μπορεί να προκαλέσει έκρηξη
R5
θέρμανση μπορεί να προκαλέσει έκρηξη
perigo de explosão sob a ação do calor
θέρμανση μπορεί να προκαλέσει έκρηξη
perigo de explosão sob a acção do calor
θέρμανσις από ακτινοβολία-β
aquecimento beta
θέρμανσις δι'υψηλής συχνότητος
aquecimento por alta frequência
θερμίδα
caloria
Get short URL