DictionaryForumContacts

   Greek Portuguese
Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Ϊ   <<  >>
Terms for subject Criminal law (391 entries)
αρχή ne bis in idem direito a não ser julgado duas vezes pelo mesmo facto
αστυνομία δίωξης του εγκλήματος Polícia Judiciária
αστυνομική και δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις cooperação policial e judiciária em matéria penal
αστυνομική υπηρεσία δίωξης της εγκληματικότητας Polícia Judiciária
αυτοκινητοπειρατεία' car-jacking carjáquingue
αυτοκινητοπειρατεία' car-jacking tomada de veículo
αυτουργός' δράστης autor
βία με βάση το φύλο violência de género
βομβιστική τρομοκρατική ενέργεια atentado terrorista
γενετήσια εκμετάλλευση exploração sexual
γενετήσια κακοποίηση abuso sexual
Γενική Σύμβαση για τη διεθνή τρομοκρατία Convenção Geral sobre o Terrorismo Internacional
Γραφείο των Ηνωμένων Εθνών για τον 'Ελεγχο των Ναρκωτικών και την Πρόληψη του Εγκλήματος Gabinete para a Droga e a Criminalidade
Δεύτερο Πρωτόκολλο της Σύμβασης σχετικά με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων το οποίο καταρτίζεται βάσει του άρθρου Κ.3 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή 'Ενωση Segundo Protocolo à Convenção relativa à Proteção dos Interesses Financeiros das Comunidades Europeias
Δεύτερο Πρωτόκολλο της Σύμβασης σχετικά με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων το οποίο καταρτίζεται βάσει του άρθρου Κ.3 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή 'Ενωση Segundo Protocolo estabelecido com base no artigo K.3 do Tratado da União Europeia, da Convenção relativa à Protecção dos Interesses Financeiros das Comunidades Europeias
Δήλωση του Βερολίνου σχετικά με την ενίσχυση της συνεργασίας για την καταπολέμηση των ναρκωτικών και του οργανωμένου εγκλήματος στην Ευρώπη Declaração de Berlim sobre o reforço da cooperação no combate à droga e ao crime organizado na Europa
δήμευση confisco
δήμευση αξιών perda de valores
δήμευση εις χείρας τρίτου confisco a terceiro
δήμευση προϊόντων εγκλήματος confisco