Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
Portuguese
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω Ϊ
<<
>>
Terms for subject
Employment
(153 entries)
πλήρης απασχόληση
trabalho a tempo completo
πληρωμή υπερωριακής απασχόλησης
remuneração de horas extraordinárias
πολλαπλές δεξιότητες
polivalência
πολυδύναμος εργαζόμενος
trabalhador de portfolio
πριμ παραγωγικότητας
prémio de aumento da produtividade
πρόγραμμα αποταμιεύσεως εργαζομένων
plano de incentivos à poupança dirigido aos trabalhadores
πρόγραμμα συμμετοχής στο κεφάλαιο
plano de participação dos trabalhadores no capital
Πρωτοβουλία για την απασχόληση των νέων
Iniciativa para o Emprego dos Jovens
ρυθμός εισόδου
taxa de entradas na vida ativa
σταδιακή συνταξιοδότηση
reforma progressiva
Σύμβαση για την κατάργηση της αναγκαστικής εργασίας
Convenção sobre a Abolição do Trabalho Forçado
Σύμβαση για την πολιτική της απασχόλησης
Convenção relativa à Política de Emprego
Σύμβαση για την πολιτική της απασχόλησης
Convenção sobre Política de Emprego, 1964
Σύμβαση για την προστασία του δικαιώματος οργάνωσης και τις διαδικασίες καθορισμού των όρων απασχόλησης στη δημόσια διοίκηση
Convenção relativa às Relações de Trabalho na Função Pública, 1978
σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου
contrato a termo certo
σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου
contrato a termo
σύμβαση με ετήσιο αριθμό ωρών εργασίας
contrato de trabalho com base no regime de horas variáveis de trabalho por ano
σύμβαση μηδενικών ωρών εργασίας
contrato sem especificação do horário de trabalho
σύμβαση ορισμένου χρόνου
contrato a termo
σύμβαση προσωρινής απασχόλησης μέσω γραφείου ευρέσεως εργασίας
contrato de trabalho temporário
Get short URL