Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
Portuguese
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω Ϊ
<<
>>
Terms for subject
Finances
(17933 entries)
με τάση για πτώση
hesitante
με βάση συμφωνία εμπίστου διαχείρισης
em confiança
με δημόσιο μειοδοτικό ή πλειοδοτικό διαγωνισμό
em licitação
με δικαίωμα
com direito de subscrição
με κουπόνι
cotação plena de uma obrigação
με παρακαταθήκη ως ασφάλεια
em confiança
με παραστάσεις-λεπτή οδόντωση
inscrição no bordo-estriado fino
με παραστάσεις-λεπτή οδόντωση
inscrição no bordo-serrilhado fino
με προκαταβολική παρακράτηση
por dedução
με προκαταβολική παρακράτηση
por meio de uma dedução
με υποθήκη διασφαλισμένη ομολογία
obrigação hipotecária
με χερσαία μεταφορά
por via terrestre
με χωριστή αναγραφή
falta de declaração em separado
με-χρονική-υστέρηση επιπτώσεις της αύξησης επιτοκίων...
efeito diferido da alta das taxas de juro
με-χρονική-υστέρηση επιπτώσεις της αύξησης επιτοκίων...
efeito retardado da alta das taxas de juro
μετά από αίτηση γνώμης του Κοινοβουλίου
após consulta ao Parlamento Europeu
μετά από αίτηση γνώμης του Κοινοβουλίου
após parecer do Parlamento Europeu
μετά μερίσματος
com dividendos
μετατόπιση τύπου πεταλούδας
butterfly shift
μετατοπισμένη παραγωγική μονάδα
produto deslocalizado
Get short URL