DictionaryForumContacts

   Greek Portuguese
Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Ϊ   <<  >>
Terms for subject Law (13003 entries)
μαθητευόμενος έμπορος aprendiz de comerciante
μαθητευόμενος οικοδόμος aprendiz de construção
μαθητευόμενος σε τεχνικό επάγγελμα aprendiz técnico
μαθήματα ταχύρρυθμης επαγγελματικής κατάρτισης curso de formação profissional acelerada
μαθήματα του Σαββατοκύριακου curso de fim de semana
μαθήματα επαγγελματικής αναπροσαρμογής curso de reciclagem
μαθήματα επαγγελματικής βελτίωσης curso de promoção profissional
μαθήματα επαγγελματικής κατάρτισης curso de formação
μαθήματα επιμόρφωσης curso
μακροπρόθεσμες υποχρεώσεις compromissos a longo prazo
μακροσκελές στοιχείο και έγγραφο documento volumoso
μακροχόνια μίσθωση με δικαίωμα προαιρέσεως αγοράς locação por enfiteuse com opção de compra
μακροχρόνια διαρθρωτική μεταβολή alteração estrutural duradoura
μαλακιοκτόνο moluscicida
μάνατζερ chefe
μάρτυρας κατηγορίας testemunha de acusação
μάρτυρας υπεράσπισης testemunha de defesa
μάρτυρες ή πραγματογνώμονες που καλούνται ενώπιον του Δικαστηρίου testemunhas ou peritos chamados a depor perante o Tribunal
μάρτυρες ή πραγματογνώμονες που καλούνται ενώπιον του Δικαστηρίου testemunhas ou peritos citados perante o Tribunal
μαρτυρία depoimento