DictionaryForumContacts

   Greek Portuguese
Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Ϊ   <<  >>
Terms for subject Banking (156 entries)
νόμισμα λογαριασμού moeda de denominação da conta
ολοκληρωμένη τραπεζική αγορά mercado bancário integrado
ομάδα TARGET2 CUG TARGET2 CUG
όμιλος τραπεζών consórcio
όμιλος τραπεζών consórcio de emissão
όμιλος ΕΣΛ grupo ICC
όμιλος ΣΡ grupo LA
οφειλές από τριτεγγυήσεις responsabilidade garantida por aval
πάγια εντολή για δέσμευση ρευστότητας instrução permanente para a reserva de liquidez
πάγια εντολή για διαχωρισμό ρευστότητας instrução permanente para afetação de liquidez
περιφερειακή τράπεζα banco regional
πιστωτικά ιδρύματα bancos de depósitos a curto prazo
πιστωτικό υπόλοιπο τραπεζικού λογαριασμού disponibilidade bancária
πλαστό nota falsa
πλαστό τραπεζογραμμάτιο nota falsa
πλαστό νόμισμα nota falsa
πλαστό χαρτονόμισμα nota falsa
Πρόγραμμα επιβεβαίωσης γνησιότητας τσιπ Programa de Autenticação de Chip
πρόκριση συναλλαγής ή συναλλάγματος arbitragem cambial
πρόκριση συναλλαγής ή συναλλάγματος troca