Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
Portuguese
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
Ϊ
<<
>>
Terms for subject
Transport
(26033 entries)
ιατρική υπηρεσία έκτακτης ανάγκης ελικοπτέρων
Serviço de Helicópteros de Emergência Médica
ιατρικό κιβώτιο έκτακτης ανάγκης
estojo médico de emergência
Ιαπωνική ΄Ενωση Λιμενικών Μεταφορών
Associação de Transportes Portuários do Japão
ιδανική τροχιά δορυφόρου
órbita cónica
ιδανική δορυφορική τροχιά
órbita cónica
ιδεατή γραμμή προσομοιάζουσα το σύρμα οδήγησης
linha fictícia de simulação de fio condutor
ιδεατό εμπόδιο
obstáculo
ίδια αντίσταση οχήματος
resistência própria do veículo
ιδιαίτερη σιδηροδρομική οδός
sítio próprio
ίδιο βάρος λειτουργίας
tara
ίδιο όνομα στις αποστολές εμπορευμάτων
(στα φορτία)
designação oficial de transporte
ίδιο όνομα στις αποστολές εμπορευμάτων
(στα φορτία)
nome de embarque
ιδιότητα απορρόφησης ενέργειας
característica de absorção de energia
ιδιότητα πολυμερισμού της κολλητικής ουσίας
propriedade de polimerização do adesivo
ιδιοαρθρωτό όχημα
veículo monoarticulado
ιδιοδιάταξη σήμανσης ISOFIX
marcação ISOFIX
ιδιοκτήτης
operador
ιδιομορφία,παρά τη βλάβη δεν επακολουθεί διακοπή λειτουργίας
resistência à avaria
ιδιοσκιά
sombra própria
ιδιοσυσκευή ευθυγράμμισης αναστόμωσης
suporte de alinhamento
Get short URL